γλωσσοπέδη

γλωσσοπέδη

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "γλωσσοπέδη" в других словарях:

  • γλωσσοπέδη — η (Μ γλωσσοπέδη) φίμωτρο νεοελλ. ο γλωσσοδέτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < γλώσσα + πέδη «φρένο, δεσμός»] …   Dictionary of Greek

  • γλωσσοπέδη — η 1. φίμωτρο που συγκρατεί τη γλώσσα. 2. γλωσσοδέτης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γλώσσα — I Όργανο με το οποίο ο άνθρωπος αναλύει και αντικειμενοποιεί την εμπειρία του με τη βοήθεια φωνητικών συμβόλων (λέξεων) που έχουν διαφορετική μορφή και διαφορετικές αμοιβαίες σχέσεις σε κάθε ιστορική κοινότητα. Πιο συγκεκριμένα, λέγοντας γ.… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»