γλωσσοπέδη
Смотреть что такое "γλωσσοπέδη" в других словарях:
γλωσσοπέδη — η (Μ γλωσσοπέδη) φίμωτρο νεοελλ. ο γλωσσοδέτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < γλώσσα + πέδη «φρένο, δεσμός»] … Dictionary of Greek
γλωσσοπέδη — η 1. φίμωτρο που συγκρατεί τη γλώσσα. 2. γλωσσοδέτης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γλώσσα — I Όργανο με το οποίο ο άνθρωπος αναλύει και αντικειμενοποιεί την εμπειρία του με τη βοήθεια φωνητικών συμβόλων (λέξεων) που έχουν διαφορετική μορφή και διαφορετικές αμοιβαίες σχέσεις σε κάθε ιστορική κοινότητα. Πιο συγκεκριμένα, λέγοντας γ.… … Dictionary of Greek